- κατάζω
- κατά-ἄζωdry uppres subj act 1st sgκατά-ἄζωdry uppres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταζώ — καταζῶ, άω (Α) 1. περνώ ολόκληρη τη ζωή μου («ἐν ἀνακτόροις θεοῡ καταζῇ δεῡρ ἀεὶ σεμνὸν βίον», Ευρ.) 2. επιστρέφω στη ζωή … Dictionary of Greek
καταζῶ — καταζάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταζάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταζώ — άω, Α ζω μαζί με άλλον, συζώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταζῶ «περνώ ολόκληρη τη ζωή μου»] … Dictionary of Greek